- μάμπι
- το1. βοτ. κοινή ονομασία τού δένδρου Colubrina reclinata2. εμπορική ονομασία τής σκληρής ξυλείας αυτού τού δένδρου, το οποίο έχει φλοιό με σκούρο πορτοκαλί χρώμα και σκούρο καστανό ξύλο με κίτρινη απόχρωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου < αμερικ.-ισπ. mabi].
Dictionary of Greek. 2013.